ἀλκιβιάδειον

ἀλκιβιάδειον
ἀλκιβιάδειον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλκιβιάδειον — ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) [Ἀλκιβιάδης] ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο …   Dictionary of Greek

  • ἀλκιβιαδείου — ἀλκιβιάδειον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκιβιαδείῳ — ἀλκιβιάδειον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκίβιος — ἀλκίβιος, η (Α) είδος τού φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα τού φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί * (< ἀλκὴ) + βίος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”